Eros Ramazzoti

Είναι από τις ελάχιστες γνωστές περιπτώσεις ανθρώπων που το πατρικό πείσμα αποδείχτηκε δικαιολογημένο.
Όταν, στις 28 Οκτωβρίου 1963, ο Rodolfo Ramazzotti αντίκριζε για πρώτη φορά τον γιο του, Eros Luciano Walter, είχε την ελπίδα να τον δει κάποια στιγμή να τραγουδάει εκεί που ονειρευόταν και ο ίδιος, ένας φτωχός ρωμαίος μπογιατζής που θα ήθελε πολύ να είναι επαγγελματίας τραγουδιστής: στο Radio City Music Hall της Nέας Υόρκης.

Τα όνειρα δεν κοστίζουν τίποτα. Κάπως έτσι λειτουργούσε όλη η οικογένεια των Ramazzotti, η οποία έμενε ακριβώς δίπλα στα φημισμένα στούντιο της Cinecitta, “dove e piu facile sognare che guardare in faccia la realta”, όπως λέει και το μότο του “Χόλυγουντ της Ευρώπης”.
Τόσο ο πατέρας, όσο και ο γιος Ramazzotti μεγάλωσαν με την πεποίθηση πως όντως “είναι ευκολότερο να ονειρεύεται κανείς, παρά να αντικρίζει την πραγματικότητα”.
Ο Rodolfo προσπαθούσε από πολύ μικρή ηλικία να μεταδώσει στον γιο του το μικρόβιο της σοουμπίζνες, γι' αυτό κι έπαιρνε τον μικρό Eros στα -τότε ακόμη ανοικτά στο ρωμαϊκό κοινό- στούντιο της Cinecitta. καταφέρνοντας μάλιστα να τον βάλει να παίξει, πιτσιρίκος ων, κομπάρσος σε διάφορα ιταλικά φιλμ της περιόδου εκείνης.

Η οικογένεια των Ramazzotti ήταν φτωχή και ο πατέρας δεν μπορούσε να προσφέρει στα παιδιά του την εκπαίδευση που θα επιθυμούσε.
Είναι η περίοδος, αρχές δεκαετίας του ΄70, που ο μικρός Eros πιάνει για πρώτη φορά μια κιθάρα στα χέρια του.
“Όταν ήμουν μικρός, στο σπίτι μας”, θυμάται σήμερα, “δεν είχαμε βιβλία να διαβάζουμε και το χειρότερο είναι πως κανείς δεν μπορούσε να ξεκινήσει ούτε καν μια αξιοπρεπή συζήτηση για ένα θέμα. Η μόνη ενημέρωση που είχα, από πλευράς του πατέρα μου, ήταν κάποιες, όχι και τόσο σεμνές, φωτογραφίες γυναικών από περιοδικά. Το πρώτο αντικείμενο που έλαβα ως δώρο από τον πατέρα μου ήταν μια κιθάρα. Σήμερα, πλέον, όταν θέλω να εκπαιδεύσω τον εαυτό μου, καταφεύγω στην αγορά ενός καλού βιβλίου, το οποίο σχεδόν ποτέ δεν καταφέρνω να διαβάσω επειδή βαριέμαι ή επειδή τελικά προτιμώ να παρακολουθήσω έναν αγώνα ποδοσφαίρου στην τηλεόραση”.
Η δεκαετία του '70 κύλησε με τον μικρό Ramazzotti να μοιράζει τον προεφηβικό του χρόνο ανάμεσα στην κιθάρα και το ποδόσφαιρο, το οποίο λάτρευε εξίσου. Όταν έρχεται η ώρα να διαλέξει επαγγελματική κατεύθυνση, επιλέγει τον κλάδο της λογιστικής, αλλά το μυαλό του ταξιδεύει ανάμεσα σε νότες και κλειδιά του Σολ.
Η πρώτη του απογοήτευση έρχεται λίγο μετά, όταν δεν καταφέρνει να εισαχθεί στις εξετάσεις για το διάσημο Ωδείο της Ρώμης, γεγονός που τον ωθεί να εγκαταλείψει το σχολείο στη Β' Λυκείου για να ακολουθήσει ένα προπαρασκευαστικό πρόγραμμα με σκοπό να γίνει βιβλιοθηκάριος.

Ο Rodolfo όμως έχει βάλει στόχο της ζωής του να κάνει τον γιο του διάσημο τραγουδιστή.
Το 1981, τον γράφει σε ένα διαγωνισμό για νέους ερμηνευτές, το “Voci Nuove Festival di Castrocaro” (Φεστιβάλ Νέων Φωνών), ο οποίος θα λάμβανε χώρα στην πόλη του Castrocaro και του λέει να γράψει γρήγορα ένα τραγούδι γιατί η επιτυχία μπορεί να κρύβεται πίσω απ' τη γωνία.
Ο Eros καταλαμβάνει τελικά την δεύτερη θέση (με το πρώτο βραβείο να δίνεται στον, μετέπειτα εξίσου διάσημο, τραγουδιστή Zucchero) αλλά το κομμάτι με το οποίο συμμετέχει, το “Rock 80”, του εξασφαλίζει αφενός ένα -έστω και πενιχρό- συμβόλαιο με την μιλανέζικη δισκογραφική εταιρία DDD κι αφετέρου του δίνει την ευκαιρία να μετακομίσει στον δύσκολο κι απαιτητικό ιταλικό Βορρά, σε αναζήτηση μιας μουσικής καριέρας.

Η ζωή στο Μιλάνο δεν είναι εύκολη: ο Eros, το πρωί εργάζεται ως χτίστης, το απόγευμα κυνηγάει ατζέντηδες και συμμετοχές σε μουσικά σύνολα, και το βράδυ γυρνάει τα μιλανέζικα κλαμπ βγάζοντας τα έξοδά του, δουλεύοντας ως μπάρμαν.
Τελικά, αναγκάζεται να ανέβει στο Μιλάνο η μητέρα του, Raffaella καθώς και ο αδελφός του, Marco, ώστε να τον βοηθήσουν να προσαρμοστεί ευκολότερα και να του βρουν ένα σπίτι να μένει, καθότι μέχρι εκείνη τη στιγμή ο Eros κοιμόταν στους καναπέδες της δισκογραφικής του εταιρίας.
Το πρώτο single του Ramazzotti με τίτλο “Ad un amico”, κυκλοφορεί το 1982 και δεν πηγαίνει και πολύ ψηλά στους ιταλικούς καταλόγους επιτυχιών.
Η DDD όμως του έχει εμπιστοσύνη, διαβλέποντας κάτι να γυαλίζει μέσα στο μάτι του νεαρού ρωμαίου. Αποφασίζει να επενδύσει πάνω του ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο: αναθέτει στον διάσημο ιταλό συνθέτη Renato Brioschi και τον εξίσου φημισμένο στιχουργό Alberto Salerno, να του γράψουν το τραγούδι με το οποίο θα συμμετάσχει στο Φεστιβάλ του Σαν Ρέμο, το αντίστοιχο “Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης” για τους ιταλούς, το οποίο διοργανώνεται στα τέλη κάθε χειμώνα στην Γαλλική Ριβιέρα.

Το 1984 είναι η χρονιά του: το “Terra Promessa” θριαμβεύει στο φεστιβάλ και ο Ramazzotti μετατρέπεται σε μια νύχτα, από ένας σχετικά άγνωστος και δευτεροκλασάτος ιταλός τροβαδούρος, σε αστέρι πρώτου μεγέθους στην χώρα του.
Μεσολαβεί ακόμη μια συμμετοχή του, το 1985 με το τραγούδι “Una storia importante”, με το οποίο κατακτά την έκτη θέση και το 1986, ανεβαίνει ξανά στο πρώτο σκαλί του βάθρου, με την τρίτη συνεχόμενη εμφάνισή του, με το τραγούδι “Αdesso tu”.
Έχει ήδη κυκλοφορήσει το πρώτο σόλο του άλμπουμ με τίτλο “Cuori agitati” και βάζει πλώρη για το δεύτερο, το “Nuovi Eroi”, το άλμπουμ που τον βγάζει επιτέλους εκτός ιταλικών συνόρων και τον κάνει “όνομα” σε χώρες όπως η Γαλλία, το Λουξεμβούργο, η Γερμανία και η Ισπανία.
Η πρώτη του πανευρωπαϊκή περιοδεία είναι γεγονός και κρατάει εννιά μήνες, με το ευρωπαϊκό κοινό να γεμίζει τους συναυλιακούς χώρους και να υποδέχεται εγκάρδια τον νεαρό ιταλό σε όλους τους σταθμούς της περιοδείας του. Υπολογίζεται πως συνολικά 1 εκατομμύριο άνθρωποι τον είδαν live μέσα σε αυτούς τους εννιά μήνες.

Το 1987 κυκλοφορεί το τρίτο του άλμπουμ, με τίτλο “In certi momenti”, το οποίο πουλάει τρία εκατομμύρια αντίτυπα στη χώρα του. Με το άλμπουμ αυτό, του δίνεται η ευκαιρία να συνεργαστεί για πρώτη φορά με μια καλλιτέχνιδα εκτός Ιταλίας -μια πρακτική που του είναι ιδιαίτερα προσφιλής, όπως θα δούμε και στα επόμενα χρόνια- και συγκεκριμένα με την Patsy Kensit (την μετέπειτα γυναίκα του Liam Gallagher των Oasis) στο τραγούδι “La Luce Buona Delle Stelle”.
Το εν λόγω κομμάτι αποδείχτηκε τρομακτικά δημοφιλές στην Ισπανία, γεγονός που ανάγκασε τον Ramazzotti να στρέψει το ενδιαφέρον του και στο ισπανόφωνο κοινό, ηχογραφώντας τα τραγούδια του πλέον σε δυο γλώσσες, με σκοπό να εισχωρήσει όσο το δυνατόν περισσότερο και στην ισπανόφωνη αγορά, η οποία μέχρι τότε τον στήριζε όσο καμία άλλη.

H έναρξη της διεθνούς καριέρας του σημειώνεται το 1990, όταν 200 δημοσιογράφοι από όλο τον κόσμο έχουν προσκληθεί στη Βενετία, για την παρουσίαση του πέμπτου του άλμπουμ, “In ogni senso”, που κυκλοφόρησε σε 15 χώρες, ανάμεσα στις οποίες και η “δύστροπη” αμερικανική αγορά, που δύσκολα δέχεται έναν ξένο καλλιτέχνη, πόσο μάλλον κάποιον που δεν ερμηνεύει τα κομμάτια του καν στην αγγλική γλώσσα.
Παρ' ολ' αυτά, ο Ramazzotti αποφασίζει να κάνει το μεγάλο βήμα και να ταξιδέψει στις Η.Π.Α. για τις πρώτες του συναυλίες εκεί. Έτσι, κάνει πραγματικότητα, ένα παιδικό όνειρο, όχι μόνο δικό του, αλλά και του πατέρα του: είναι ο πρώτος Ιταλός καλλιτέχνης που τραγουδάει στο Radio City Music Hall της Νέας Υόρκης, με τα εισιτήρια της εμφάνισης του να έχουν εξαντληθεί από νωρίς.
Γυρνώντας στη Γηραιά Ήπειρο, ο Eros χτίζει τη σχέση του με το, πολυπληθές κι όχι αμιγώς ιταλικό, πλέον, κοινό του με μια δεύτερη μεγάλη ευρωπαϊκή περιοδεία κι ένα διπλό άλμπουμ ηχογραφημένο ζωντανά στη Βαρκελώνη, το 1991, με τίτλο “Eros in Concert”.
Και κατόπιν ακολουθεί η ξεκούραση και η απομόνωση, για τα επόμενα δυόμισι χρόνια, στο στούντιο, για την ηχογράφηση του νέου του άλμπουμ.

Το άλμπουμ “Tutte storie” του 1993 τον διακτινίζει και στις τέσσερις γωνιές του κόσμου. Πουλάει σχεδόν 6 εκατομμύρια αντίτυπα (εκ των οποίων, τα 4 εκτός Ιταλίας) και τον κάνει σταρ πρώτου μεγέθους, αφού μπαίνει άνετα στο Τοp 5 των καταλόγων επιτυχιών σε όποια χώρα κυκλοφόρησε.
Μετά, βγαίνει ξανά σε περιοδεία στην Ευρώπη και σε 15 χώρες της Λατινικής Αμερικής, με σκοπό να τονώσει τη σχέση του με το ισπανόφωνο κοινό του. Τον Νοέμβριο του 1993 εμφανίζεται στα MTV Europe Music Awards στο Βερολίνο, τραγουδώντας το γνωστότερο κομμάτι του άλμπουμ, το “Cose Della Vita”.
Παράλληλα, κυκλοφορεί στις χώρες της Λατινικής Αμερικής την ισπανόφωνη εκδοχή του άλμπουμ του, με τίτλο “Todo Historias”, το οποίο φτάνει στο Νο8 του Latin Billboard και αρχίζει να γίνεται γνωστός και στο αμερικανικό κινηματογραφικό κοινό, όταν η παραγωγή της ταινίας “Only You” (με την Marisa Tomei και τον Robert Downey Jr.), επιλέγει δυο τραγούδια του ως μέρος του soundtrack.
Το 1994 το αφιερώνει εξολοκλήρου σε μια εκτενή περιοδεία ανά την Ευρώπη, αυτή τη φορά όμως όχι σόλο, αλλά ως “Trio Live”, μαζί με τον διάσημο ιταλό τζαζίστα Pino Daniele και τον ράπερ Jovanotti.

Η ανοδική του πορεία δεν περνά απαρατήρητη από τον δισκογραφικό κολοσσό BMG, η οποία, τον Φεβρουάριο του 1995, τον παίρνει στο ρόστερ της, κάνοντας του ένα παχυλό συμβόλαιο που προέβλεπε πως θα της παρέδιδε 5 άλμπουμ, με αντάλλαγμα 31 εκατομμύρια δολάρια παραπάνω στον τραπεζικό του λογαριασμό.
Είναι και επίσημα πλέον, ο πιο ακριβοπληρωμένος ιταλός τραγουδιστής.
Ένα μέρος από τα χρήματα αυτά, ο Ramazzotti τα διέθεσε για να συστήσει την δική του εταιρία μάνατζμεντ, την “Radiorama”, στην οποία περνούσε τον έλεγχο όλων των μουσικών και συναυλιακών του δραστηριοτήτων.

Το καλοκαίρι του 1995 ο Ramazzotti γνωρίζεται, στα παρασκήνια ενός μουσικού φεστιβάλ, με σπουδαίους τραγουδιστές, όπως τον Rod Stewart, τον Elton John και τον Joe Cocker, αρχίζοντας έτσι μια μακρά σειρά ντουέτων του με εγνωσμένης άξιας καλλιτέχνες.
Στις 13 Μαΐου του 1996 κυκλοφορεί το νέο άλμπουμ του, το πρώτο για την BMG, με τίτλο “Dove c'e musica”, στο οποίο έχει επιμεληθεί, για πρώτη φορά, ο ίδιος την παραγωγή.
Η χρονιά αυτή είναι ιδιαιτέρως χαρούμενη για τον ίδιο: όχι μόνο βλέπει το εν λόγω άλμπουμ του να πουλάει 6 εκατομμύρια αντίτυπα, αλλά στις 5 Δεκεμβρίου γεννιέται και η κόρη του, Aurora Sophie, καρπός του έρωτα του με το, ελβετικής καταγωγής, μοντέλο και τηλεπαρουσιάστρια, Michelle Hunziker.
Τον Οκτώβριο του 1997 μπαίνει στις προθήκες των δισκοπωλείων ανά τον κόσμο η πρώτη συλλογή του Ramazzotti με τις μεγαλύτερες επιτυχίες του: το “Eros”, εκτός από τα γνωστά του hits, περιέχει και το “Can’t Stop Thinking of You”, μια επανεκτέλεση του “Cose della vita” με αγγλικούς στίχους και τη συμμετοχή της “Γιαγιάς της Ροκ”, της Tina Turner, στα φωνητικά καθώς και το “Musica E (Music Is)”, το οποίο τραγουδάει μαζί με τον Andrea Bocelli.

Το κεφάλαιο “Αμερική” δεν φαίνεται να έχει κλείσει όμως για τον Eros. Έχει πεισμώσει κι έχει βάλει στόχο της καριέρας του να κατακτήσει και το αμερικανικό κοινό.
Έτσι, ξαναγυρνάει, επτά χρόνια μετά, τον Μάρτιο του 1998, στο Radio City Music Hall, αλλά και πάλι, ενώ το διάσημο venue γεμίζει -κυρίως- από μουσικόφιλους συμπατριώτες του, και πάλι αποτυγχάνει να κάνει αισθητή την παρουσία του στο αμερικανικό ραδιόφωνο.
Μάλιστα, η κριτικός Caroline Sullivan της εφημερίδας “Guardian” του Λονδίνου, χαρακτήρισε τη σκηνική του παρουσία “κάτι μεταξύ Michael Bolton και Weather Report”.
Το που κυκλοφορεί το 1998 είναι το σκηνικό απαύγασμα πέντε ετών σκληρής δουλείας που κορυφώνεται στη συναυλία που δίνει στο Μόναχο δίπλα σε δυο πολύ σημαντικές μορφές της ροκ μουσικής: την Tina Turner με το “Cose della vita-Can’t Stop Thinking of You” και τον Joe Cocker με το “That's All I Need to Know-Difendero”.
Λίγο καιρό μετά, τα Echo Music Awards του απονέμουν το Βραβείο Καλύτερου Διεθνούς Άντρα Μουσικού.
“Δεν ήμουν προετοιμασμένος για αυτό που αντιμετώπισα την περίοδο μεταξύ 1995-2000: άρχισα να κολυμπάω μέσα στο χρήμα κι επειδή ποτέ μου δεν είχα μάθει να διαχειρίζομαι εκατομμύρια, τα ξόδεψα όλα σε αγορές σπιτιών, αυτοκινήτων, ρούχων και στο να «παρτάρω» συνεχώς”, θυμάται ο ίδιος χαρακτηριστικά από εκείνη την εποχή, οπότε τα σκανδαλοθηρικά περιοδικά έχουν “πάρει φωτιά”, γράφοντας συνεχώς γι’ αυτόν.
“Έχουν πει τα πάντα για μένα: πως είμαι γκέι, πως είμαι αμφισεξουαλικός, πως παίρνω ναρκωτικά, αλλά τους έχω όλους γραμμένους. Είμαι απλά ένας καλλιτέχνης, οπότε όλα είναι πιθανά. Στην πραγματικότητα, είμαι απλά ανθρώπινος, φυσιολογικός, κανονικός. Θα μπορούσα να φωτογραφίζομαι κάθε μέρα με μια διαφορετική γυναίκα δίπλα μου, αλλά κάτι τέτοιο δεν με ενδιαφέρει. Όποτε μου προκύψει ένα ειδύλλιο, δεν θα κάτσω να το επιδεικνύω στον κόσμο, αλλά θα το κρατάω για μένα. Ούτε με ενδιαφέρει να λένε για μένα πως βγαίνω με μια πολύ όμορφη γυναίκα”, καταλήγει ο ίδιος με πικρόχολη διάθεση.

Είναι μια περίοδος που ο Eros είναι εξαιρετικά πολυάσχολος: κάνει παραγωγές σε άλμπουμ άλλων (όπως το “Come fa bene l’amore” του Gianni Morandi), έχει ρίξει σχεδόν όλο του το ενδιαφέρον στην μικρή του κόρη, ενώ βάζει πλώρη για το νέο του άλμπουμ, που αναμένεται να κυκλοφορήσει στις αρχές της νέας χιλιετίας.
Το “Stilelibero” του 2000 είναι ανώτερο του αναμενόμενου, κάτι που οφείλεται και στην “λουστραρισμένη” παραγωγή των Celso Valli, Claudio Guidetti, Rick Nowels και κυρίως του σπουδαίου Trevor Horn (των Buggles και του “Video Killed The Radio Star”).
Η συνεργασία του με την Cher στο , του θεωρεί το “διαβατήριο” εισόδου του στα αμερικανικά charts και το άλμπουμ καταλήγει πανεύκολα στο Top 5 των καταλόγων επιτυχιών σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες.
Η ισπανόφωνη βερσιόν του άλμπουμ με τίτλο “Estile Libre” στρογγυλοκάθισε με τη σειρά της στο Νο6 των λατινόφωνων καταλόγων επιτυχιών.
Ο Ramazzotti πλέον παίζει στην μουσική σκηνή με τους δικούς του όρους κι αυτό είναι κάτι που αφενός δεν μπορεί να του το αμφισβητήσει κανείς κι αφετέρου είναι αποτέλεσμα πολυετούς προσπάθειας και επίπονης δουλειάς. Τον Νοέμβριο του 2001, οι ρώσοι οπαδοί του γεμίζουν ασφυκτικά, επί τρεις συνεχόμενες μέρες, το Θέατρο του Κρεμλίνου προκειμένου να τον απολαύσουν.

Το 2002 είναι η χρονιά που σηματοδοτείται από το διαζύγιό του με τη σύζυγο και μητέρα της κόρης του. Περνάει ένα διάστημα απομονωμένος, περνώντας το χρόνο του με λιγοστούς φίλους και την οικογένεια του και στα τέλη του έτους αρχίζει την ηχογράφηση του νέου του άλμπουμ, το οποίο τιτλοφορεί λακωνικά ”9”, ως η ένατη στουντιακή του κυκλοφορία.
Ανανεώνει, ταυτόχρονα, το συμβόλαιο του με την δισκογραφική του εταιρία, την BMG International, η οποία, πλέον, βλέπει πως δεν πήγε χαμένη η επένδυση που έκανε στο πρόσωπο του Eros.
Το “9”, βοηθούμενο κι από το single , τελικά πουλάει πάνω από 3.5 εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως και καρφώνεται για 15 εβδομάδες στην κορυφή των ιταλικών charts, ενώ η ισπανόφωνη έκδοση του πηγαίνει εξίσου καλά, σκαρφαλώνοντας μέχρι το Νο 9.

Μετά την κυκλοφορία του, ο Ramazzotti ξαναβγαίνει για μια μεγάλη παγκόσμια περιοδεία, ξεκινώντας από την Αγκόνα.
Η εν λόγω περιοδεία του ήταν η μεγαλύτερη του μέχρι εκείνη τη στιγμή και υπολογίζεται πως τον είδαν γύρω στο 1μιση εκατομμύριο άνθρωποι σε 100 πόλεις -56 εκ των οποίων σε ευρωπαϊκό έδαφος.
Τα 42α γενέθλια του συνέπεσαν με την κυκλοφορία του δέκατου προσωπικού του άλμπουμ, “Calma Apparente”, το οποίο πούλησε 1 εκατομμύριο αντίτυπα τον πρώτο μήνα της κυκλοφορίας του, σπρωγμένο από την πρωτοφανή απήχηση του single “I Belong to You” που ερμήνευσε από κοινού με την αμερικανίδα τραγουδίστρια Anastacia.
Η μαγική φόρμουλα που βρίσκεται πίσω από κάθε του άλμπουμ, όπως είπε ο ίδιος το 2007, είναι “η κόρη μου, η μουσική και οι γυναίκες”.
Έτσι, είδε το φως της ημέρας και η δεύτερη συλλογή του, με τίτλο “e²” (δηλαδή “Eros εις το τετράγωνο”), η οποία περιέχει ένα ντουέτο (τραγουδισμένο σε ιταλικά και ισπανικά) με τον λατινοαμερικάνο ποπ σταρ Ricky Martin στο “Non Siamo Soli”, αποτελώντας τον “κράχτη” του άλμπουμ.

Σε μουσικό, καθαρά, επίπεδο, ο Ramazzotti, έχει αποδείξει πως, ενώ ακολουθεί μια αμιγώς εμπορική τροχιά, εντούτοις “ψάχνεται” κι είναι διαρκώς ανήσυχος, σε καλλιτεχνικό επίπεδο.
Ποτέ του δεν έκρυψε τον θαυμασμό του απέναντι στο πρόσωπο και τις επιλογές καριέρας του σημαντικότερου βρετανού ποπ σταρ της εποχής μας:
“Μου αρέσει αυτό που έκανε ο Robbie Williams [με το άλμπουμ με τις διασκευές του σε τραγούδια του Frank Sinatra]. Είναι για μένα, αυτή τη στιγμή η νούμερο 1 καλλιτεχνική μου προτεραιότητα, να κάνω ένα τέτοιο άλμπουμ γεμάτο διασκευές σε κλασσικά κομμάτια του Sinatra”, είχε δηλώσει πριν λίγα χρόνια.
Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, ο Ramazzotti είναι στο στούντιο κι ετοιμάζεται να κυκλοφορήσει το νέο, προσωπικό του άλμπουμ, το ενδέκατο στη σειρά.

Η προσωπική ζωή του Ramazzotti παραμένει, ακόμη και σήμερα, ένα μυστήριο, ακόμη και για άτομα του κοντινού του περιβάλλοντος.
Ως χαρακτήρας, είναι μυστικοπαθής κι εσωστρεφής και δεν ανοίγεται εύκολα, άλλωστε, για το λόγο αυτό, έχει μόνο ελάχιστους κολλητούς φίλους, οι οποίοι του συμπαραστάθηκαν μετά το χωρισμό από τη σύζυγό του.
Ένας από τους λίγους που τον ξέρουν αρκετά καλά είναι ο βιογράφος του, ο Luca Bianchini, με τον οποίο συνέγραψε και κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 2006, μια αυτοβιογραφία έκτασης 320 σελίδων με τίτλο “Eros: Lo Giuro”.
“Έγραψα την αυτοβιογραφία μου με σκοπό να δώσω στους οπαδούς μου ένα «εργαλείο» ώστε να με καταλάβουν, να δουν ποιος είμαι πραγματικά. Ίσως κι επειδή θεωρώ τις περισσότερες συνεντεύξεις που δίνω, εκτός του γούστου μου. Έτσι, με το βιβλίο αυτό, θα μπορέσω να περάσω απευθείας όλα εκείνα τα μηνύματα που εγώ επιθυμώ”, λέει ο ίδιος λίγο μετά την έκδοσή της.
Μέσα στην αυτοβιογραφία του παραδέχεται, μεταξύ πολλών άλλων, πως “αν δεν ήταν η επιμονή της ίδιας της Michelle, δεν θα μπορούσα ποτέ να κάτσω μέσα σε μια εκκλησία και να ορκιστώ ενώπιον Θεού κι ανθρώπων, γιατί είμαι άθεος. Για το λόγο αυτό, μάλλον δεν θα παντρευτώ ποτέ ξανά. Ό,τι καλύτερο έχω από ένα γάμο που κράτησε 3 χρόνια, 10 μήνες και 18 ημέρες είναι η κόρη μου”, ισχυρίζεται ο ίδιος και κατόπιν της αφιερώνει ένα από τα τραγούδια του, το “Ci parleremo da grandi” (το οποίο μεταφράζεται “Εμείς οι δυο θα μιλήσουμε, όταν μεγαλώσεις”).

Αθεράπευτος γυναικάς, όπως κάθε βέρος Ιταλός που σέβεται τον εαυτό του άλλωστε, και ρομαντικός έως εκεί που δεν παίρνει, ο Ramazzotti παραδέχτηκε πριν λίγο καιρό πως είναι μόνος του: “δεν βγαίνω με κάποια γυναίκα αυτό τον καιρό. Στην παρούσα φάση το θεωρώ πολύ δύσκολο, καθώς οι ευκαιρίες να γνωρίσεις κάποια γυναίκα εκεί έξω είναι μεν πολλές, αλλά η επαφή είναι πολύ επιφανειακή. Είναι δύσκολο για μένα να ξαναμπώ σε μια διαδικασία, όταν έχω δώσει τα πάντα σε μια σχέση που έχει τελειώσει”.
Όταν ο γάμος του τελείωσε, ακολούθησαν δικαστικές διαμάχες με την πρώην σύζυγο του, κάτι που τον πλήγωσε βαθύτατα, γιατί, όπως λέει κι ο ίδιος “όταν ένας γάμος τελειώνει, και μάλιστα με δάκρυα, όπως συμβαίνει τις περισσότερες φορές, δεν ξεπερνιέται εύκολα. Η μνήμη του ανθρώπου που φεύγει από κοντά σου είναι πολύ δύσκολο να διαγραφεί και μάλιστα τόσο εύκολα ή γρήγορα. Οι άσχημες μέρες όμως, ευτυχώς έχουν περάσει και πλέον έχω μπει σε μια εξαιρετικά δημιουργική φάση για την καριέρα μου. Είμαι πλέον πιο χαλαρός και βρήκα την ηρεμία στην ψυχή μου. Μπορώ πλέον να κάνω καλύτερη διαχείριση τόσο της προσωπικής μου ζωής, όσο και της κόρης μου, η οποία αυτή τη στιγμή είναι το πιο σημαντικό πρόσωπο στη ζωή μου. Όσο για τη σχέση μου με την Michelle, αυτή έχει περάσει επίσης σε ένα άλλο, πιο συζητήσιμο επίπεδο”.

Μισό τέταρτο του αιώνα μετά την πρώτη του εμφάνιση στο μουσικό στερέωμα της Ιταλίας, ο Eros Ramazzotti συνεχίζει να αποτελεί μια από τις πιο ενδιαφέρουσες και ξεχωριστές περιπτώσεις καλλιτέχνη από τη γείτονα χώρα.
Προς τιμήν του, και παρόλο που η φήμη του και οι δίσκοι του έχουν φτάσει πλέον σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου (έχει πουλήσει πάνω από 40 εκατομμύρια άλμπουμ σε παγκόσμιο επίπεδο), δεν έχει δώσει ποτέ λάβες για αρνητικά σχόλια ως προς την προσωπικότητα και τον χαρακτήρα του και ποτέ του δεν έχει απασχολήσει τα ιταλικά, κυρίως, ταμπλόιντ με τις περιπέτειες της προσωπικής του ζωής.
Συνεχίζει να ζει μόνιμα στο Μιλάνο, να είναι φαν του ιταλικού ποδοσφαίρου και της Φόρμουλα 1 και να περνάει το χρόνο του κυρίως στο σπίτι, βλέποντας και ξαναβλέποντας τις ταινίες των αγαπημένων του ηθοποιών, του Paul Newman και του James Dean.
Και, φυσικά, να παράγει, αθόρυβα, τη μουσική που αυτός θέλει και να αποτελεί μια τυπική περίπτωση καλλιτέχνη, ο οποίος εργάζεται “σεμνά και ταπεινά”, σε αντίθεση, με άλλους, πιο προβεβλημένους, αλλά λιγότερο ουσιαστικούς μουσικούς.

Tags: