Βους ο ταύρος

Ο Βους ο ταύρος (Bos taurus) η επιστημονική ονομασία που έχει δοθεί στο σύνολο των οικόσιτων βοοινών του Παλαίου Κόσμου που κατάγονται από τον άγριο άουροχς. Είναι ένα είδος μεγαλόσωμων μηρυκαστικών θηλαστικών (120 με 150 εκατοστόμετρα για 600 με 800 χιλιόγραμμα). Διακρίνονται δύο κύρια υποείδη : η οικόσιτη αγελάδα της Ευρώπης (Βους ο ταύρος ο ταύρος, συν. Βους ο πρωτογενής ο ταύρος) και το ζεμπού (Βους ο ταύρος ο ινδικός, συν. Βους ο πρωτογενής ο ταύρος), στα οποία κάποιοι συγγραφείς προσθέτουν τα, Βους ο ταύρος ο πρωτογενής, ο Άουροχς που εξαφανίστηκε τον 17ο αιώνα σε άγρια κατάσταση, αλλά οι κτηνοτρόφοι επιχειρούν να ανασυστήσουν μία φυλή πολύ κοντινή.
Ο Βους ο ταύρος εχει εξημερωθεί εδώ και 10.000 χρόνια στην Μέση Ανατολή, και ύστερα η εκτροφή τους αναπτύχθηκε σταδιακά σε ολόκληρο τον πλανήτη. Οι κυριότερες υπηρεσίες τους ήταν η παραγωγή κρέατος και γάλκτος και η εργασία. Οι βοοΐνες υπηρετούν επίσης στην παραγωγή δέρματος, κεράτων για τα μαχαίρια, ή κοπριάς για θέρμανση και για την γονιμοποίηση των εδαφών.
Οι βοοΐνες ενθουσίαζαν πάντα τους ανθρώπους, για τους οποίους ο ταύρος είναι ένα σύμβολο δυνάμεως και γονιμότητας. Για αυτό αυτά τα ζώα είναι παρόντα σε διάφορες θρησκείες. Αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του δυτικού πολιτισμού, και βρίσκονται ως θέμα εμπνέυσεως ζωγράφων και γλυπτών ή σαν πρόσωπα κόμικς, ταινιών ή διαφημίσεων.
Το είδος δεν έχει γενική κοινή ονομασία αλλά διάφοροι όροι χρησιμοποιούνται για διαχωρισμό των αντιπροσώπων του βάση του φύλου τους, της ηλικίας τους ή της καταγωγής τους.
Στο πλαίσιο της εκτροφής, ο όρος « βοοειδές » χρησιμοποιείται συχνά για να δηλώσει το είδος, μολονότι αυτός ο όρος επίσης αναφέρεται ευρύτερα σε όλη την οικογένεια των Βοοειδών.
Ο Βους ο ταύρος είναι ένα μεγάλο εύρωστο ζώο, που ζυγίζει κατα μέσο ορο 750 χιλιόγραμμα, με μεγάλες διακυμάνσεις (μεταξύ 150 και1350 χιλιογράμμων, και έχει ύψος κυμαινόμενο μεταξύ 120 και 150 εκατοστόμετρα ανάλογα με την φυλή και το ατομο
Η οδόντωσή τους είναι προσαρμοσμένη σε φυτική τροφή. Αποτελείται από 32 δόντια στους ενηλίκους: οκτώ κάτω τομείς, τέσσερεις προγομφίους και τρεις γομφίους σε κάθε γνάθο. Οι κοπτήρες είναι προσαντολισμένει προς τα μπροστά. Επιτρέπουν την κοπή των χόρτων. Οι βοοίνες δεν έχουν άνω τομείς. Αυτοί έχουν αντικτασταθεί από μία σφαιρική προεξοχή τωμν ούλων. Η γνάθος είναι προσαρμοσμένη σε κυκλική κίνηση που επιτρέπει στο ζώο να βόσκει. Οι γομφίοι τους τους επιτρέπουν να συνθλίβουν τα φυτά για να είναι επαρκώς λεπτά ωστε να γίνει κατάλληλη πέψη. Η προεκτατή γλώσσα τους καλύπτεται από καράτινες θηλές που την καθιστούν τραχειά. Το ρύγχος είναι πλατύ και παχύ. Το μέτωπο είναι αρκετά μεγάλο, επίπεδο, και φέρει σγουρό και παχύ τρίχωμα στην κορυφή του : ο κότσος. Μεταξύ της γραμμής των ματιών και του ρύγχους, το μέτωπο προεκτείνεται στο επιρρίνιο. Το ζώο διαθέτει δύο κοίλα κέρατα, των οποίων το μέγεθος ποικίλλει ανάλογα με το ζώο, σε κάθε πλευρά του κρανίου του. Τα κέρατα είναι γενικώς προσανατολισμένα προς τα επάνω, ή προς τα πλάγια, και το σχήμα τους θυμίζει λύρα. Τα αυτιά βρίσκονται χαμηλά και έχουν σχήμα χωνιού, κρεμαστά στα ζεμπού. Εξωτερικά τα πτερύγια καλύπτονται απο λεπτό τρίχωμα και εσωτερικά από μακρύ τρίχωμα. Τα μάτια είναι ελαφρώς σφαιρικά.
Ο Βους ο ταύρος έχει κοντό και πλατύ λαιμό, και προγούλι που κρέμεται κάτω από το στήθος. Η ουρά του είναι μακριά και φουντωτή στην άκρη. Συνδέεται πολύ ψηλά, σε μία εσοχή ανάμεσα στα οστά της λεκάνης. Η πλάτη είναι ελαφρώς κοίλη. Τα ζεμπού διαθέτουν μία καμπούρα αμέσως μετά τον λαιμό. Η λεκάνη είναι προεξέουσα και οι γοφοί πλατείς και πεπλατυσμένοι. Τα θηλυκά διαθέτουν μαστό συνδεδεμένο κάτω από το στομάχι προς το πίσω μέρος του ζώου.
Οι αγελάδες έχουν ένα στομάχι με 4 τμήματα. Πολλές φορές καταπίνουν και μεταλλικά αντικείμενα. Είναι ζώα μηρυκαστικά, που σημαίνει ξαναφέρνουν την τροφή τους στο στόμα και την αναμασούν. Η τροφή τους περιλαμβάνει κυρίως χόρτα. Η διάρκεια της κύησης είναι 9 μήνες. Ένα νεογέννητο μοσχαράκι ζυγίζει από 25 μέχρι 45 κιλά. Το παγκόσμιο ρεκόρ για το βαρύτερο ταύρο κατείχε ένας ταύρος, ονόματι Ντονέτο, ο οποίος παρουσιάστηκε το 1955 σε έκθεση στο Αρέτσο. Ζύγιζε 1.740 κιλά. Οι αγελάδες ζουν συνήθως 15 χρόνια και σπάνια μπορούν να φτάσουν ως τα 25 χρόνια.
Δεν είναι γνωστό πότε εξημερώθηκε το ζώο και έγινε κατοικίδιο. Η αρχική του πατρίδα θεωρείται η Ασία. Από εκεί εξαπλώθηκε σε όλο τον κόσμο και προσαρμόστηκε ανάλογα με τους φυσικούς παράγοντες κάθε τόπου. Αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθούν ποικίλες φυλές. Η σημερινή μορφή της «βελτιωμένης» αγελάδας διαμορφώθηκε με ανθρώπινη παρέμβαση και συγκεκριμένα με τη χρήση ζωοτεχνικών μεθόδων, όπως επιλογή, αιμομιξία, πλούσια διατροφή και διασταύρωση. Η «βελτίωση» αυτή προχώρησε πιο πολύ στα δυτικά, εξαιτίας του εύκρατου κλίματος και της υγρασίας στις παράκτιες περιοχές και στα νησιά της Μάγχης, όπως επίσης στην Αγγλία και στη Βόρεια Θάλασσα. Οι βελτιωμένες φυλές μεταφέρθηκαν και κατέκτησαν την Αμερική και άρχισαν να επεκτείνονται σε όλο τον κόσμο.
Η αγελάδα χρησιμοποιείται για το γάλα που παράγει και για αναπαραγωγή. Το βόδι και το μοσχάρι χρησιμοποιείται για παραγωγή κρέατος, ενώ οι ταύροι χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για αναπαραγωγή. Παλαιότερα, τα βόδια χρησιμοποιούνταν και από γεωργούς για δουλειές όπως η άροση,
• Αγελάδα εγχώριας φυλής, που υπήρχε και υπάρχει ακόμα στην Ελλάδα. Έχει μικρό σώμα, αλλά είναι τραχιά στο τρίχωμα και ικανή να περπατάει όλη τη μέρα. Παράγει γάλα όσο χρειάζεται για το μοσχάρι της. Το τρίχωμά της έχει χρώμα μαύρο και σταχτί. Τα νεαρά ζώα είναι περίπου μαύρα και με την ηλικία γίνονται σταχτιά ως άσπρα. Η εν λόγω φυλή εξαφανίζεται σταδιακά. Εκτοπίστηκε από βελτιωμένες φυλές, οι οποίες εισάγονται από άλλα κράτη.
• Βελτιωμένη αγελάδα: η φυλή αυτή προήλθε κυρίως από διασταυρώσεις των εγχώριων αγελάδων με ταύρους ή μοσχάρια ή άλλες αγελάδες (εισαγόμενα). Η βελτιωμένη αγελάδα είναι μεγαλόσωμη και πολύ νωρίς φθάνει σε ηλικία για να γεννήσει. Παράγει γάλα σε μεγάλες ποσότητες και για το λόγο αυτό έχει ανάγκη πολλής τροφής. Για το λόγο αυτό, δεν μπορεί να αναπτυχθεί στην Ελλάδα, λόγω έλλειψης λιβαδιών..
Οι βελτιωμένες αγελάδες είναι περισσότερο ευάλωτες στις ασθένειες, επειδή με τον ενσταβλισμό απομακρύνθηκαν από τη φυσική ζωή. Πολλές αγελάδες υποφέρουν από διαταραχές, με σοβαρότερη τη σπογγώδη εγκεφαλοπάθεια, η οποία είναι επίσης γνωστή ως «νόσος των τρελών αγελάδων». Η εν λόγω νόσος μεταδίδεται στον άνθρωπο μέσω της τροφικής αλυσίδας και εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην Αγγλία, τη δεκαετία του 1990. Στη συνέχεια μεταδόθηκε και σε άλλες χώρες και οδήγησε στην απαγόρευση εισαγωγής βόειου κρέατος και παραγώγων από το Ηνωμένο Βασίλειο προς τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Tags: